- ξυμμαχίᾳ
- συμμαχίαι , συμμαχίαalliancefem nom/voc plσυμμαχίᾱͅ , συμμαχίαalliancefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμαχία — συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc/acc dual συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELYMI — Poenorum socii, de quibus Thucydides: Μοτύην καὶ Σολόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶ Ε᾿λύμων συνοικίσαντες ενέμοντο ξυμμαχίᾳ τὲ πίσυροι τῶ Ε᾿λύμων. Hinc in Pausaniae Phocicis, qui Pachynum pro Lilybaeo iam semel usurpavit, Antiochus Syracusanus inter… … Hofmann J. Lexicon universale
ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… … Dictionary of Greek
συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… … Dictionary of Greek